ἀξιοπίστου

ἀξιοπίστου
ἀξιόπιστος
trustworthy
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξιοπιστία — η (Α ἀξιοπιστία) ιδιότητα του αξιόπιστου* αρχ. το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”